- ορτανσία
- Κοινή ονομασία πολλών ειδών και ποικιλιών, που ανήκουν στο γένος υδράνζεα ή υδραγγείο της οικογένειας των Σαξιφραγιδών (δικοτυλήδονα) και κατάγονται από την κεντρική Ασία και την Αμερική. Το γνωστότερο είδος, που καλλιεργείται ευρύτατα στους κήπους με πάρα πολλές ποικιλίες, είναι η υδράνζεα η ορτένσια που κατάγεται από την Κίνα: έχει άνθη λευκά ή ρόδινα ή κυανά εφόσον καλλιεργούνται σε ερικοχώματα, εδάφη τυρφώδη ή πλούσια σε άλατα του σιδήρου.
Οι ο. είναι θάμνοι πυκνοί, με πολλούς λείους, κυλινδρικούς βλαστούς: έχουν φύλλα πριονωτά, συνήθως πλατιά, ωοειδή, οξέα και χρώματος ζωηρού πράσινου επάνω, ωχρού κάτω. Τυπικές και υψηλής διακοσμητικής αξίας είναι οι υποσφαιρικές ταξιανθίες, οι οποίες αποτελούν μεγάλες επάκριες φόβες ή κορύμβους· στο κέντρο κάθε ταξιανθίας βρίσκονται τα γόνιμα και ερμαφρόδιτα άνθη ενώ στην περιφέρεια είναι τοποθετημένα τα άγονα. Ο κάλυκας της ο. είναι πεταλοειδής, με τέσσερις, πλατείς, στρογγυλούς λοβούς, οι οποίοι αρχικά είναι πρασινωποί και μετά γίνονται ροζ, κρεατί ή λευκοί, ανάλογα με το είδος- ο καρπός είναι κάψα με πάρα πολύ μικρά σπέρματα.
Ανθισμένες ορτανσίες. Οι ταξιανθίες, εξαιρετικά εντυπωσιακές, παρουσιάζονται με διάφορα χρώματα, ανάλογα, με τις χημικές συνθήκες των εδαφών στα οποία καλλιεργούνται οι διάφορες ποικιλίες του φυτού.
* * *και ορτενσία και ορτένσια, ηβοτ. κοινή ονομασία διαφόρων ποικιλιών καλλωπιστικών φυτών που προήλθαν από το γένος Υδρανζέα τής οικογένειας σαξιφραγίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ortensia από το όνομα κάποιας κυρίας Hortensia, στην οποία αφιερώθηκε το λουλούδι].
Dictionary of Greek. 2013.